«Η εικόνα έσβησε μ’ εμένα και τον Γκας αγκαλιασμένους, μέσα στο πλήθος που μας κοιτούσε με συμπάθεια κι έκλαιγε. Λες να πέθανε στ’ αλήθεια ο Γκας, Νανά; Ξέρω, όνειρο ήταν κι εκείνο θα έπρεπε να ρωτήσω, αλλά κι εσύ όνειρο είσαι, γι’ αυτό και σε ρωτάω. Τουλάχιστον μην πεθάνεις εσύ, Νανά. Και να πέθανε εκείνος, εγώ όταν ακούω τ’ όνομά του γυρίζω, αν πεθάνεις εσύ, θ’ ακούω τ’ όνομά σου από το στόμα μου και θα σε ψάχνω μέσα μου χωρίς να σε βρίσκω.
Μη μου το κάνεις αυτό, Νανά, γιατί θα παλαβώσω. Σε παρακαλώ, περίμενέ με.»