Ο Antonio Tabucchi συναντά στην Ιταλία τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, μεταφραστή εφτά έργων του και ξεκινά μια μακριά εξομολόγηση για τον εαυτό του και τα βιβλία που έχει γράψει. Η συζήτηση συνεχίζεται σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα, απλώνεται, αγκαλιάζει νέα θέματα (την πολιτική, τον κινηματογράφο, τις λογοτεχνικές κατηγοριοποιήσεις, τις ηθικές αρχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού Δικαίου, το λευκό κρασί της Σαντορίνης) και άλλα πρόσωπα (τον Πεσσόα και τον Καβάφη, τον Φελλίνι και τον Παζολίνι, τον Καμύ και τον Μπλανσό). Οι διάλογοί τους καταλήγουν σ’ ένα λεκιασμένο πουκάμισο.
«….Ύστερα όταν το ταξίδι μου τελείωσε, σκέφτηκα ένα άλλο πράγμα: ότι αν επαληθευόταν εκείνη η παράλογη ιδέα που είχα, ποιόν στ’ αλήθεια άνθρωπο θα συναντούσα; Όχι βεβαίως, τον άνθρωπο που γνώριζα, αφού αυτός θα είχε σίγουρα αλλάξει, θα είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Απλώς θα έβρισκα στο πρόσωπό του αυτό που εγώ ήμουν κάποτε, θα έβρισκα τις δικές μου αναμνήσεις γι’ αυτόν, που ίσως να είναι διαφορετικές από τις δικές του.»