Αγκαλιάσματα
μια σειρά μαργαριτάρια
άστραψαν στη σκούρα επιδερμίδα
σ’ ένα χαμόγελο αντρίκιο
αλλά και τόσο παιδικό
κοφτές ανάσες έπνιξαν
όλα όσα ήθελαν να ειπωθούν
μέσα στην πλατειά αγκαλιά
για την προσμονή, για τη λαχτάρα
ο απραγματοποίητος πόθος
σχεδόν με πονάει
η ένταση της προσμονής
παρατείνεται μαρτυρικά
το φως της μέρας αδυσώπητο
μου θυμίζει την πραγματικότητα
πράξεις που δεν μπορώ να συγχωρήσω
έχουν γίνει και δεν τις παίρνω πίσω
αφήνω το δυνατό, όμορφο
γελαστό, μελαχρινό αγόρι
ντύνομαι την καθημερινότητα
και βγαίνω στητή και μισή
Μ.Σωτηριάδου