¨….. Ο ήλιος, ο χαυνωτικός ήλιος, ήταν ό,τι λαχταρούσε. Τεντώνοντας τα πόδια της σε όλο τους το μάκρος, έκλεινε τα μάτια της και τον άφηνε να ποτίζει μέσα της και προσεύχονταν να γίνει δυνατότερος όσο γίνεται πιό δυνατός έτσι που όλοι οι άλλοι άνθρωποι θα’παιρναν δρόμο και κείνος θα συγκεντρώνονταν μονάχα πάνω της. Πίστευε πως η παρουσία των άλλων της στερούσε λίγο από το πύρωμά του. Δεν της αρκούσε που θα ψηνόταν το δέρμα της, τον ήθελε να την διαπεράσει, να χυθεί μέσα στα μέλη της σαν καθαρή φωτιά και να γίνει κομμάτι της ενέργειά της. Δεν μιλούσε σε κανέναν τώρα, δεν κοίταζε κανέναν, κάμποσες φορές έβλεπε μέσα απ’ τα γυαλιά της ανθρώπους να προσπερνάνε, σκιές που έρχονταν ανάμεσα σε κείνη και στον ήλιο και ποτέ δεν σκοτίστηκε αν ήταν άντρες η γυναίκες. Άλλαξε προοδευτικά. Το δέρμα της άλλαξε σε χρυσοκόκκινο – το χρώμα να βαθαίνει κάθε μέρα και τη νύχτα να πηγαίνει για ύπνο και να σκέφτεται μονάχα το πρωί και το βάφτισμα της φωτιάς της επόμενης μέρας. Θάπρεπε να νοιώθει λυπημένη. Θάπρεπε να κλαίει. Αλλά αρνιόταν να σκεφτεί έξω απ’ το περιβάλλον της ασπροκίτρινης ζέστης που την υπνώτιζε.»
Ένα βιβλίο από την εφηβεία μου από μια συγγραφέα που ξέρει να γράφει για κορίτσια. Νομίζω κάθε κορίτσι πρέπει να διαβάσει την Έντνα Ο’ Μπράιαν στο δρόμο της ως να γίνει γυναίκα. Καμμιά φορά και μετά, οι άνθρωποι δεν μεγαλώνουν ημερολογιακά πάντα.