«…Κάποια στιγμή όμως, τα κύματα τραβήχτηκαν κι εγώ έμεινα μόνος στην ακτή. Ανίσχυρος κι εξαντλημένος, δεν άντεχα να πάω πουθενά, η θλίψη με τύλιγε μέσα σε βαθύ σκοτάδι, μέχρι που τα δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από μέσα μου σαν ιδρώτας.
Ένα πράγμα είχα μάθει από τον θάνατο του Κιζούκι και πιστεύω πως το είχα κάνει κτήμα μου με τη μορφή φιλοσοφίας: ο θάνατος υπάρχει, ωστόσο δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά μέρος της.
Μέσα από τη ζωή, καλλιεργούμε τον θάνατο. Όσο κι αν επρόκειτο για αλήθεια, δεν ήταν παρά μία από τις αλήθειες που έπρεπε να μάθουμε. Ό,τι είχα μάθει με το θάνατο της Ναόκο, αποτελούσε θεραπεία για τη θλίψη που προκαλεί η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Καμία αλήθεια, καμία ειλικρίνεια, καμία δύναμη ή τρυφερότητα δεν μπορεί να γιατρέψει αυτή τη θλίψη. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζήσουμε μαζί της μέχρι να εξαντληθεί και να μάθουμε κάτι απ’ εκείνη, αλλά αυτό που μαθαίνουμε δε βοηθάει στην αντιμετώπιση της επόμενης θλίψης που μας έρχεται απροειδοποίητα.»