«…Ένοιωθε απαίσια γιατί δεν μπορούσε να απολαύσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον θρίαμβό του. Τη στιγμή που βγήκε απ’ την άμαξα κι έκανε την εμφάνισή του στην ηλιόλουστη πλατεία, φορώντας το άρωμα που τραβάει την αγάπη των ανθρώπων, το άρωμα που δούλεψε δυο χρόνια για να το φτιάξει, το άρωμα που όλη του τη ζωή αγωνιζόταν ν’ αποχτήσει… τη στιγμή, που έβλεπε κι οσφραινόταν την ακαταμάχητη επιρροή του πάνω στους ανθρώπους ολόγυρα – εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και πάλι μέσα του η αηδία που ένοιωθε για τους ανθρώπους και του δηλητηρίασε τον θρίαμβό του, τον κατέστρεψε. Δεν αισθανόταν πια χαρά, ούτε καν ικανοποίηση. Αυτό που ποθούσε πάντα, η αγάπη των ανθρώπων, του έγινε αφόρητο, την ίδια στιγμή που το κέρδισε – γιατί ο ίδιος δεν τους αγαπούσε, τους μισούσε. Και ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν θα’ βρισκε ποτέ ικανοποίηση στην αγάπη, αλλά μόνο στο μίσος, στο μίσος το δικό του για τους άλλους και των άλλων γι’ αυτόν.»