Νοσταλγώ τα χρόνια που η Θεσσαλονίκη δεν ήταν της μόδας. Την εποχή που ο ερωτισμός της ήταν κρυφό μας μυστικό. Τότε που οι γεύσεις και οι μυρουδιές της είχαν κοινωνούς μόνον τους αυτόχθονες. Που οι αλλαγές των εποχών καθρεφτίζονταν στα πρόσωπα των κατοίκων.
Την άνοιξη πλημμυρίζαμε την παραλία και τα τραπεζάκια έφταναν μέχρι το πεζοδρόμιο της απέναντι πλευράς, πάνω ακριβώς απ’το κύμα. Στον κέδρινο λόφο έκαναν κατάληψη μαθητές-δραπέτες των σχολείων και σε κάποιες γειτονιές ήταν συνηθισμένη εικόνα οι καρέκλες έξω στα πεζοδρόμια και το κους κους με τον απογευματινό καφέ.
Το καλοκαίρι οι ρυθμοί επιβραδύνονταν, το μεσημέρι η πόλη έπαιρνε τη σιέστα της για να είναι παρούσα και ακμαία το βράδυ στα μπαράκια της Κρήνης και στις “Κυκλάδες” στην Περαία. Αργότερα, τη νύχτα, η κίνηση μεταφερόταν όλη στο αεροδρόμιο καθώς η δυτική πλευρά της πόλης δεν είχε τότε τίποτε να προσφέρει. Όλα αυτά βέβαια τις καθημερινές, καθώς τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι μετακόμιζαν τις νύχτες τους στον “Σκορπιό” της Μηχανιώνας, την “summer 51” και την “Moonlight” της Περαίας, τα μαγαζιά της Καλλικράτειας και οι πιο προχωρημένοι στην “Λαγουδέρα” της Καλλιθέας και την “Αργώ” τού Μαρμαρά στην Χαλκιδική.
Το φθινόπωρο ξεκινούσε με καταπληκτικές νύχτες, τη λαμπρότητα της Εκθεσης, των Φεστιβάλ Τραγουδιού και Κινηματογράφου και τα Δημήτρια που τότε είχαν άλλη υπόσταση ως θεσμο. Και βέβαια κατέληγε στη μελαγχολία, την υγρασία, την ομίχλη και τις ατέλειωτες βροχερές μέρες τού Νοεμβρίου. Και τότε έκλεινε το αεροδρόμιό μας λόγω ομίχλης αλλά δεν το μάθαινε κανείς από την υπόλοιπη Ελλάδα καθώς δεν ήταν και τόσοι οι νυχοπερπατητές της πρωτεύουσας που γλεντούσαν στην πόλη μας και οι καθυστερήσεις τους χαλούσαν τα σχέδια.
Ο χειμώνας μάζευε τον κόσμο στο κέντρο της πόλης, πολύβουο σαν φωλιά μέλισσας. Μεσημεριανό διάλειμμα στού “Κεφαλονίτη” στο στενό τού Ερυθρού Σταυρού για φάβα και κουτσομούρα και ρετσίνα βαρελίσια παρέα με τα κορίτσια τού “Cabaret Lady” ακριβώς από πάνω. Είτε στον “Γιατρό της Πείνας” για σουτζουκάκια ή στα “Μπακαλιαράκια” μαγαζιά και τα δυό μέσα στα λαδάδικα που τότε, ακόμη, την ημέρα ήταν κέντρο τού χονδρικού εμπορίου τροφίμων της πόλης και τη νύχτα άντρο του περιθωρίου και της πληρωμένης ηδονής. Το απόγευμα στο “Μικρό καφέ” ή στού “Λάζαρου” για λουκουμάδες, στο “Αιγαίο” για τάβλι και αργότερα στο “Αχίλλειο” ή στο για τα πρώτα ποτά. Για έντονες νύχτες πηγαίναμε στην “Fame” στην Κρήνη ή στην “51”, την “Regine” μέσα στο κέντρο ή την “Smeraldo” στο αεροδρόμιο ενώ για ηρεμία, ποτό και πιάνο στο “Chez Pitsikas” ή στο “Original”.
Διασκέδαση σε καθημερινή βάση και όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα. Οι φιγούρες του χορού ήταν αυθόρμητες και απολύτς προσωπικές και δεν είχαν καμμία ομοιογένεια, τα πάρτυ δε στο Πανόραμα διαρκούσαν 2 μέρες και 2 νύχτες. Το κέφι ήταν πηγαίο και οι θαμώνες δεν είχαν την αγωνία να δείξουν σε κανέναν επισκέπτη ότι είναι γλεντζέδες,.
Η νύχτα τελείωνε με πατσά στην κρεαταγορά μαζί με τους χαμάληδες που μόλις θα άρχιζαν δουλειά και πάλι μαζί τους και με τους χασάπηδες θα γευόμασταν κρεατονοστιμιές με τα χέρια, το άλλο μεσημέρι, ψημένες σε αυτοσχέδιες θράκες και τσίπουρο παραγωγής. Πατσά τρώγαμε και τότε και στού “Τσαρουχά”, μόνο που τότε δεν είχε παρκαδόρος ούτε λευκά τραπεζομάντηλα. Το καλλίτερο κουλούρι της πόλης ήταν από τα γεροντάκια που είχαν τον φούρνο πίσω απ’ την καμάρα και δουλεύαν μόνο 12-6 το πρωί ενώ τα Σαββατόβραδα τελείωναν με την απαραίτητη μεταμεσονύκτια στάση στην Τσιμισκή για το κυριακάτικο φύλλο της “Μακεδονίας”.
Τότε η πόλη δεν είχε επωνύμους ή μάλλον δεν τους έδίνε την προσοχή που τούς δίνει σήμερα, γνώρισμα της εποχής μας εισαγόμενο από την πρωτεύουσα
Ξεχωριστό χρώμα έδιναν οι φοιτητές, ζωντανή κοινότητα της πόλης που πλημμύριζαν τις καφετερίες της πλατείας Ναυαρίνου, την μπουάτ “Ηλιοτρόπιο”, τις “Ρίζες” για ρεμπέτικα και τις πάμπολλες ταβέρνες με ζωντανή μουσική στις 40 Εκκλησιές, την Τούμπα και την Χαριλάου.
Η Αγίας Σοφίας που ήταν το κέντρο της μόδας αν και βασιζόταν μόνο σε ντόπια παραγωγή επισκιάστηκε πολύ αργότερα από τα επώνυμα μαγαζιά της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως.
Δεν είναι πως το σήμερα δεν μού αρέσει. Δεν είναι πως δεν χαίρομαι που στα ταξείδια μου ανά την Ελλάδα ενθουσιασμός συνοδεύει την απάντησή μου στην σχετική ερώτηση για την καταγωγή μου και μόνο κολακευτικά λόγια για την ερωτική, ζεστή, φιλόξενη Θεσσαλονίκη. Αλλά νά, νοσταλγώ τίς μέρες που δεν προσπαθούσαμε να κρύψουμε, σαν λεκέ στα καλά μας ρούχα, τον επαρχιωτισμό μας. Τότε που αποδεχόμασταν την διαφορετικότητά μας από την πρωτεύουσα και δεν προσπαθούσαμε να δέιξουμε πόσο δεν υστερούμε ως συμπρωτεύουσα. Τότε που ο περίπατος στην μοναδική αυτή παραλία ήταν η καθημερινή συνήθεια των ανθρώπων αυτης της πόλης και ιδιαίτερα των νέων που σήμερα είναι θαμώνες μόνο στα hot και trendy στέκια της που διαφημίζονται και επιβάλλονται από τα έντυπα της πρωτεύουσας.
Μόδα είναι και θα περάσει, λέω, καθώς καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο της μέρας στην άκρη τού κάστρου, πάνω στο ψηλότερο σημείο της Άνω Πόλης που ανακαινισμένη και πανάκριβη περιοχή σήμερα έπαψε να είναι γειτονιά. Γιατί, δε μπορεί, κάποιο απόγευμα η μοναδικότητα αυτής της πόλης που βλέπω απλωμένη κάτω απ’ τα πόδια μου θα καταφέρει να αναδυθεί και πάλι μέσα απ’ το καταπληκτικό αυτό ηλιοβασίλεμα τού Θερμαϊκού.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε κάπου στο 2001