J. W. Waterhouse
Αφροδίτη και ‘Αδωνις
Μόλις ο ήλιος με θωριά κόκκινη κι αναμμένη
το ύστερο είπε χαίρε του στη δακρυσμένη αυγή,
ο ροδοπάρειος Άδωνις με βια κυνήγι βγαίνει
να κυνηγά αγαπάει, αγάπη την περιφρονεί.
Βαλαντωμένη από κοντά του η Αφροδίτη πάει,
σαν εραστής απόκοτος γι’ αγάπη του μιλάει:
«Τρις από μένα πιό όμορφε», αρχίζει, «ανθών ανθέ,
γόη ασύγκριτα γλυκέ, στον κόσμο δίχως ταίρι,
συ ντρόπιασμα νυφών, συ πιο κι από άντρα ποθητέ,
με όψη πιό λευκορόδινη από ρόδο η περιστέρι,
η φύση που με τα όλα της πάσκισε να σε κάνει
είπε πως αν πεθάνεις συ κι ο κόσμος θα πεθάνει.
Έλα, ξαλάφρωσ’ το άτι σου, ω εσύ πλάσμα θείο,
δέσ’ του το αγέρωχο κεφάλι απ’ το καλτί στη σέλα,
ευδόκησε τη χάρη αυτή και θα ‘χεις για βραβείο
χίλια μελένια μυστικά να μάθεις, έλα μου, έλα
να κάτσεις χάμω, όπου ποτέ δε σφύριξεν οχιά,
στη χλόη ξαπλωμένον θα σε πνίξω στα φιλιά………..